αβρόμιστος

αβρόμιστος
-η, -ο [βρομίζω]
αρρύπαντος, αλέρωτος, καθαρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αβρόμιστος — η, ο 1. εκείνος που δε λερώθηκε, ο καθαρός. 2. αυτός που δεν έπαθε αποσύνθεση, δε βρόμισε: Μ όλη τη ζέστη το κρέας ήταν αβρόμιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβρώμιστος — η, ο εσφαλμ. γραφή αντί αβρόμιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”